Ε.Π.-2




32 - 02

Όσο θα λιγοστεύει η φλόγα των στιλπνών αισθημάτων
και οι φωνές του σώματος θα χαμηλώνουν,
σκυμμένος στη γη θα διαβάζω το νόημα
των απλών πραγμάτων και των ωραίων στιγμών.

Αθήνα, 2002


43- 02

Γρηγορείτε!

Άγριο θα πέσει το λεπίδι,
την ώρα που κοιμούνται οι ψυχές.

Αθήνα, 24/3/2002


52 - 02

Θεία Τύχη,
μονάχα αυτό που φύτεψες
θ’ ανθίσει.

Αθήνα, 7/4/2002


54 - 02

Δίπλα μας
κρέμονται οι φίλοι στις αγχόνες.
Το τραπέζι, στρωμένο καλά.

Κι ακούγονται
οι μουσικές της φαντασίας μας,
που φεύγουν μακριά.

Αθήνα, 11/4/2002


55 - 02

Αν βλέπαμε το φως που φέγγει μέσα μας,
θα ήταν ευκολότερος ο δρόμος.

Πολλά μπορούσανε να ’χουν αποφευχθεί
και να μιλούσαμε αλλιώς,
χωρίς ντροπή και τύψεις.

Η μόνη αλήθεια, εκείνη της φύσης.
Όμως, δεν είδαμε απ’ την αρχή το τέλος
και δεν ακούσαμε τη δυνατή φωνή της.

Αθήνα, 13/4/2002


56 - 02

Προχωράμε,
όταν στο νου μας γίνονται εκρήξεις
και στην ψυχή μας ανθίζουνε όνειρα.

Αλλιώς, θα ζούμε στη μιζέρια
των αργών θανάτων.

Αθήνα, 13/4/2002


97 - 02

Σ’ αυτόν το σκοτεινό αιώνα
το φως σου χάνεται,
μέσα σε νεφελώματα αμάθειας και ψεύδους.

Οι φυλακές, χιλιάδες που σε κλείνουν
και ηχηρές οι προσταγές
που σ’ αναγκάζουν να αισθάνεσαι ελεύθερος.

Και δεν ακούγεσαι ποτέ,
γιατί η φωνή σου δεν περνά τα τείχη.

Αθήνα, αρχές Ιουνίου 2002


109 - 02

Μες στα πορνεία,
όπου η σύφιλη έκανε θραύση,
αναμετρήθηκε ο νους,
μα νίκησε η ανάγκη.

Αθήνα, 6/7/2002


115 - 02

Όλες αυτές οι προσδοκίες δεν άξιζαν ούτε ένα λουλούδι
ούτ’ ένα βήμα μες στη θάλασσα
ούτε μια λέξη στο αυτί της αγαπημένης
ούτε μια στάλα νερό στα χείλη της επιθυμίας
ούτ’ ένα τραγούδι τις γαλήνιες νύχτες του καλοκαιριού.

Και όμως δώσαμε πολλά γι’ αυτές τις προσδοκίες
και μείναμε μόνοι, χαμένα φεγγάρια,
να μη φέγγει στο δρόμο μας φως.

Και το έργο, βαρύ κι ανεκτίμητο ακόμα.

Αθήνα, 13/7/2002


125 - 02

Δάκρυσε
για τη χαμένη ουτοπία
και για τη ζωή του
και το περίσσιο αίμα
που χύθηκε γι’ αυτή.

Αθήνα, 4/8/2002


138 - 02

Τα φαντάσματα χτίζουν τους μύθους.

Αλίμονο στους άξιους και δυνατούς,
που περιφρόνησαν ανάξιους και λίγους.

Γέρα - Λέσβου, 17/8/2002


162 - 02

Δεν ήτανε επιστροφή.
Εκεί ήμασταν πάντα.

Οι δρόμοι της ψυχής
κι οι ανθισμένες οι αυλές
δεν είχανε αλλάξει.
Μονάχα οι φίλοι λείπανε
κι η θάλασσα η γαλάζια.
Μέσα μας καίγανε
ακόμα οι φωτιές.
Οι μνήμες, άλλη μια ζωή.

Στιγμές όμως φοβάμαι,
μήπως σταθήκαμε μικροί
για τα μεγάλα όνειρα,
για τα μεγάλα έργα.
Και μείναμε έτσι δέσμιοι
μιας νοητής μεγαλοσύνης,
σηκώνοντας τα βάρη της
που δε μας άξιζαν.

Αθήνα, 13/10/2002


170 - 02

Δεν έχει επιστροφή αυτός ο δρόμος.

Ούτε κι αντέχουν τα φτερά,
να πετάξω ξανά
πάνω απ’ τις ίδιες θάλασσες
ούτε μου φτάνει ο χρόνος.

Μα πιο πολύ, γιατί
η ομορφιά ραγίζει,
μόλις το ίδιο χέρι την αγγίξει.

Αθήνα, 31/10/2002


173 - 02

Πρώτα, ο θάνατος της μνήμης και του λόγου.

Ύστερα, εύκολος ο θάνατος των άλλων.

Αθήνα, Νοέμβριος 2002


174 - 02

Κινήσαμε
μ’ έναν προορισμό.

Ακολουθήσαμε αυτούς
που γνώριζαν το δρόμο.

Μύθοι πολλοί,
πολλές αξίες κατέρρευσαν,
όταν γκρεμίστηκαν τα τείχη.
Κι εκείνη η αγάπη,
απέραντη, βαθιά,
ζεστή σαν τη φωτιά
τις νύχτες του χειμώνα.

Δεν ξέρεις πια,
αν ωφελεί ν’ αντισταθείς
ή ν’ αφεθείς στη λαίλαπα αυτή.

Αθήνα, 26/11/2002


177 - 02

Πατώντας σε θριάμβους και ήττες
-πάντα όμως μέσα στο φως
και στον έρωτα,
αιτία της παντοτινής μου νιότης-
ανέβηκα έως εμένα, τον Άνθρωπο,
και έζησα αγγίζοντας το θαύμα
της γέννησης του κόσμου και της ζωής.

Και ιδού τα σημάδια της ψυχής μου,
από την αίσθηση αυτού του φλογερού μεγαλείου!

Αθήνα, 7/12/2002


200 - 02

Περιμαζεύουν τα κομμάτια
απ’ τα ναυάγια των έργων τους.

Και τα υπερασπίζονται,
λες και δεν υπήρξανε ποτές.

Οι πράξεις τους όμως αυτές,
άλλες καταστροφές προοιωνίζονται.

Αθήνα, 2002


1 – 03

Μου λείπουν τα πουλιά!

Μου λείπουν τα πουλιά
που κελαηδούν τη νύχτα
και με τ’ αστέρια γίνονται
μια απέραντη αγκαλιά.

Μου λείπουν τα πουλιά
στις φυλλωσιές των δέντρων,
στην πράσινη τη θάλασσα
ν’ ανοίγουν τα φτερά.

Μου λείπει το γαλάζιο
του καθαρού ουρανού
κι η άπλα του πελάγου·
να χάνονται τα κύματα
στο άπειρο του νου.

Αθήνα, Ιανουάριος 2003


19 - 03

Προχωράμε, ποδοπατώντας
λουλούδια και μουσικές.

Κι όταν μας βάψει το αίμα τους,
απορούμε για το κατάντημα
τούτου του κόσμου.

Αθήνα, 5/3/2003


20 - 03

Πίσω απ’ αυτά που φαίνονται
είναι μια άλλη αλήθεια.

Μέσα σε άλλο φως,
οι άνθρωποι κι οι πράξεις τους
φαίνονται αλλιώς.

Νοήματα κι αισθήματα αλλάζουν,
ακόμα κι ο σκοπός.

Αθήνα, 5/3/2003



31 - 03

Το τραγούδι μάς κράτησε
σε τούτο το δρόμο.

Κι εκείνο το φως,
που έφεγγε ψηλά
κι ας μην το φτάσαμε ποτέ μας.

Αθήνα, 11/4/2003


42 - 03

Τα μυστικά σου, φύση, δίδαξέ με
και τη σοφία σου,
για να βαδίσω στον κόσμο
γενναιόψυχος και ελεύθερος
από τους φόβους των μικρών,
που καταδυναστεύουν τη ζωή τους.

Και δώσ’ μου το χαμόγελο
και το τραγούδι, σαν κελάηδισμα πουλιών,
τη γαλήνη των δέντρων,
την ομορφιά και την ταπεινότητα των λουλουδιών.

Να γίνω ένα άνθος της ζωής
και ύστερα να μαραθώ,
χωρίς να περιμένω με αγωνία το θάνατό μου.

Φύση, να αισθανθώ βαθιά το θαύμα σου
και ευτυχής να σβήσω στ’ όνειρό μου.

Γέρα Λέσβου, 27/4/2003


45 - 03

Άναψε το φως.
Τούτη η άβυσσος δε θα λάμψει ποτέ.

Άναψε όμως το φως.

Κι’ ένα κομμάτι της αβύσσου να φωτίσει,
είναι μια αψίδα μες στο τίποτα,
μία φωνή θριάμβου μες στην έρημο,
ένα πουλί μες στον ωκεανό,
έν’ αστέρι στο σύμπαν.

Άναψε το φως,
να φωτίσει τον κόσμο.
Αυτή η ζωή πάει μακριά,
ώσπου να σβήσει.

Αθήνα, 29/4/2003

47 - 03

Τα σύμβολα
σκιάσανε τον κόσμο
κι εμπόδισαν το νου.

Αθήνα, Μάιος 2003


61 - 03

Τα φτερά πονάνε,
όταν αγγίζουνε τη γη.

Των ονείρων τα πουλιά
όσο πετάνε,
τόσο η ανάσα ανάλαφρη
και καθαρή η ψυχή.

Αθήνα, 13/7/2003


72 - 03

Ο αγέρας αυτός,
αδυσώπητος,
γκρέμισε ιδέες και πολιτισμούς.

Στα ερείπια,
αποτυπώματα γραφών και αισθημάτων,
ερώτων, μαχών και θανάτων.

Δεν άλλαξε τίποτα.
Ίδια η σιωπή της λύπης
μες στα πέτρινα μάτια,
που ακόμα κοιτάζουν παράξενα.

Ο λόγος της φύσης προστάζει.

Γέρα Λέσβου, 9/8/2003


76 - 03

Φοράει μαύρα.
Σκοτώστε τον!

Όταν γιορτάζει η εξουσία,
η θλίψη θεωρείται έγκλημα.

Γέρα Λέσβου, 15/8/2003


79 - 03

Τη μαγεία των πράξεων
και των πραγμάτων επιζητώ.

Το άρωμά τους πιο πολύ με θέλγει.

Γέρα Λέσβου, 18/8/2003


81 - 03

Φωτιά, αναδυόμενη από βαθιά ρήγματα,
τραγουδά τον τρόμο των ανθρώπων και των ζώων.

Ω ζωή, ω ψυχή, ω θαύμα!
Υπέρτατη σύνθεση του κόσμου, ο λόγος.

Γέρα Λέσβου, 21/8/2003


84 - 03

Βγαίνουν οι άνθρωποι
από τις ζωγραφιές του Θεόφιλου,
κάθονται στην παρέα μας
και κουβεντιάζουν για τα βάσανά τους
και των προγόνων μας τα κατορθώματα.

Ωραία, η Ελλάδα, μοναδική,
σαν τον αιώνιο έρωτα,
που ζει μες στην ψυχή
φαντασιώσεων και λόγων.

Πλοίο, Μυτιλήνη - Πειραιάς, 25/8/2003


96 - 03

Όσο πληθαίνει ο κόσμος,
τόσο η μοναξιά μας μεγαλώνει.

Κι είναι πολύ σκληρό,
να μην αγγίζουμε  με τρυφερότητα τη γη μας.

Και λυπηρό,
να ’ναι η θάλασσα κλεισμένη μέσα μας
και γύρω μας ένας γαλάζιος βούρκος.

Να ξαναζωντανέψουν τα τραγούδια της ψυχής.
Αυτό να προσπαθήσουμε.
Και να μιλούν για τους ωραίους κόσμους.

Αθήνα, 6/9/2003


100 - 03

Είμαστε η φωνή του μηδενός.

Τ’ αστέρια λάμπουν και ύστερα σβήνουν
σαν την ψυχή του καθενός.

Μια σκέψη,
ένα κελάηδισμα αηδονιού,
το άρωμα ενός άνθους
κι ο έρωτας του φεγγαριού
είν’ ο μικρός μας κόσμος·
ήλιος στο σώμα του χιονιού.

Αθήνα, 20/9/2003


104 - 03

Να βγούμε έξω από τα κάστρα
και  ας νικηθούμε.

Ο εχθρός
είναι το τέλος του δρόμου μας.

Αθήνα, 3/10/2003


112 - 03

Πατρίδα μου είναι τ’ άνθη,
που πέταξαν στον άνεμο
και χάθηκαν μακριά.

Πατρίδα μου είναι η φωνή
που τραγουδά και κλαίει.

Πατρίδα μου είναι τα πουλιά
μες στης μυρτιάς τα φύλλα
κι ο ήλιος που ανατέλλει.

Πατρίδα μου,
ένα λουλούδι που ανθεί
και με το χάδι δένει.

Η πιο γλυκιά πατρίδα μου,
της μάνας μου η ευχή.

Αθήνα, 15/11/2003

 122 - 03

Ο Πέτρος, ο Πρώτος,
βασιλιάς της Πορτογαλίας,
ξέθαψε τη γυναίκα που αγαπούσε,
την Ιnez De Castro, τη Νεκρή Βασίλισσα,
όπως την αποκάλεσαν,
για να την παντρευτεί,
όταν, γυρίζοντας από τον πόλεμο,
τη βρήκε σκοτωμένη
απ’ τους ανθρώπους του πατέρα του,
του Aλφόνσου, του Πέμπτου.

Μητέρα ήτανε των δυο παιδιών του, βέβαια,
όμως μονάχα η απόλυτη αγάπη
και της ψυχής η δύναμη
τον οδηγήσανε σ’ εκείνη την πρωτοφανή
και την, απίστευτα, γενναία πράξη.

Και ύστερα,
έστειλε τις καρδιές των δολοφόνων
στον πατέρα του,
που τις ξερίζωσε με τα ίδια του τα χέρια.
Κι αυτός τρελάθηκε μόλις τις είδε.

Μεγάλες κι απροσδόκητες,
οι πράξεις  των γενναίων∙
κι έχουν το λόγο και το δίκιο το δικό τους.


Λισαβόνα, 28/12/2003


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου